36 Περι δε της ημερας εκεινης και της ωρας ουδεις γινωσκει, ουδε οι αγγελοι των ουρανων, ειμη ο Πατηρ μου μονος· 37 και καθως αι ημεραι του Νωε, ουτω θελει εισθαι και η παρουσια του Υιου του ανθρωπου. 38 Διοτι καθως εν ταις ημεραις ταις προ του κατακλυσμου ησαν τρωγοντες και πινοντες, νυμφευομενοι και νυμφευοντες, εως της ημερας καθ' ην ο Νωε εισηλθεν εις την κιβωτον, 39 και δεν ενοησαν, εωσου ηλθεν ο κατακλυσμος και εσηκωσε παντας, ουτω θελει εισθαι και η παρουσια του Υιου του ανθρωπου. 40 Τοτε δυο θελουσιν εισθαι εν τω αγρω· ο εις παραλαμβανεται και ο εις αφινεται· 41 δυο γυναικες θελουσιν αλεθει εν τω μυλω, μια παραλαμβανεται και μια αφινεται. 42 Αγρυπνειτε λοιπον, διοτι δεν εξευρετε ποια ωρα ερχεται ο Κυριος υμων. 43 Τουτο δε γινωσκετε οτι εαν ηξευρεν ο οικοδεσποτης εν ποια φυλακη της νυκτος ερχεται ο κλεπτης, ηθελεν αγρυπνησει και δεν ηθελεν αφησει να διορυχθη η οικια αυτου. 44 Δια τουτο και σεις γινεσθε ετοιμοι, διοτι καθ' ην ωραν δεν στοχαζεσθε, ερχεται ο Υιος του ανθρωπου.
45 Τις λοιπον ειναι ο πιστος και φρονιμος δουλος, τον οποιον ο κυριος αυτου κατεστησεν επι των υπηρετων αυτου, δια να διδη εις αυτους την τροφην εν καιρω; 46 Μακαριος ο δουλος εκεινος, τον οποιον οταν ελθη ο κυριος αυτου θελει ευρει πραττοντα ουτως. 47 Αληθως σας λεγω οτι θελει καταστησει αυτον επι παντων των υπαρχοντων αυτου. 48 Εαν δε ειπη ο κακος εκεινος δουλος εν τη καρδια αυτου, Βραδυνει να ελθη ο κυριος μου, 49 και αρχιση να δερη τους συνδουλους, να τρωγη δε και να πινη μετα των μεθυοντων, 50 θελει ελθει ο κυριος του δουλου εκεινου καθ' ην ημεραν δεν προσμενει και καθ' ην ωραν δεν εξευρει, 51 και θελει αποχωρισει αυτον, και το μερος αυτου θελει θεσει μετα των υποκριτων· εκει θελει εισθαι ο κλαυθμος και ο τριγμος των οδοντων.