14 Και θελω ειπει, Υψωσατε, υψωσατε, ετοιμασατε την οδον, εκβαλετε το προσκομμα απο της οδου του λαου μου. 15 Διοτι ουτω λεγει ο Υψιστος και ο Υπερτατος, ο κατοικων την αιωνιοτητα, του οποιου το ονομα ειναι Ο Αγιος· Εγω κατοικω εν υψηλοις και εν αγιω τοπω· και μετα του συντετριμμενου την καρδιαν και του ταπεινου το πνευμα, δια να ζωοποιω το πνευμα των ταπεινων και να ζωοποιω την καρδιαν των συντετριμμενων. 16 Διοτι δεν θελω δικολογει αιωνιως ουδε θελω εισθαι παντοτε ωργισμενος· επειδη τοτε ηθελον εκλειψει απ' εμπροσθεν μου το πνευμα και αι ψυχαι τας οποιας εκαμον. 17 [] Δια την ανομιαν της αισχροκερδειας αυτου ωργισθην και επαταξα αυτον· εκρυψα το προσωπον μου και ωργισθην· αλλα αυτος ηκολουθησε πεισματωδως την οδον της καρδιας αυτου. 18 Ειδον τας οδους αυτου και θελω ιατρευσει αυτον· και θελω οδηγησει αυτον και δωσει παλιν παρηγοριας εις αυτον και εις τους τεθλιμμενους αυτου. 19 Εγω δημιουργω τον καρπον των χειλεων· ειρηνην, ειρηνην, εις τον μακραν και εις τον πλησιον, λεγει Κυριος· και θελω ιατρευσει αυτον. 20 Οι δε ασεβεις ειναι ως η τεταραγμενη θαλασσα, οταν δεν δυναται να ησυχαση· και τα κυματα αυτης εκριπτουσι καταπατημα και πηλον. 21 Ειρηνη δεν ειναι εις τους ασεβεις, λεγει ο Θεος μου.