5 [] Ουαι εις τον Ασσυριον, την ραβδον του θυμου μου, αν και η εν τη χειρι αυτου μαστιξ ηναι η οργη μου. 6 Θελω αποστειλει αυτον επι εθνος υποκριτικον, και θελω δωσει εις αυτον προσταγην κατα του λαου του θυμου μου, δια να λαφυραγωγηση λαφυρα και να λεηλατηση λεηλασιαν και να καταπατηση αυτους ως τον πηλον των οδων. 7 Πλην αυτος δεν εννοει ουτως και η καρδια αυτου δεν διαλογιζεται ουτως· αλλα τουτο φρονει εν τη καρδια αυτου, να καταστρεψη και να εξολοθρευση εθνη ουκ ολιγα. 8 Διοτι λεγει, οι αρχοντες μου δεν ειναι παντες βασιλεις; 9 δεν ειναι η Χαλανη ως η Χαρχεμις; δεν ειναι η Αιμαθ ως η Αρφαδ; δεν ειναι η Σαμαρεια ως η Δαμασκος; 10 Καθως η χειρ μου κατεκρατησε τα βασιλεια των ειδωλων, των οποιων τα γλυπτα ισχυον μαλλον παρα τα της Ιερουσαλημ και της Σαμαρειας, 11 δεν θελω καμει, ως εκαμον εις την Σαμαρειαν και εις τα ειδωλα αυτης, ουτω και εις την Ιερουσαλημ και εις τα ειδωλα αυτης;
12 Δια τουτο, αφου ο Κυριος εκτελεση απαν το εργον αυτου επι το ορος Σιων και επι την Ιερουσαλημ, θελω παιδευσει, λεγει, τον καρπον της επηρμενης καρδιας του βασιλεως της Ασσυριας και την αλαζονειαν των υψηλων οφθαλμων αυτου.
13 Διοτι λεγει, Εν τη δυναμει της χειρος μου εκαμον τουτο και δια της σοφιας μου, επειδη ειμαι συνετος· και μετεστησα τα ορια των λαων και διηρπασα τους θησαυρους αυτων και καθηρεσα, ως ισχυρος, τους εν υψει καθημενους· 14 και η χειρ μου ευρηκεν ως φωλεαν τα πλουτη των λαων· και καθως συναγει τις ωα αφειμενα, ουτω συνηγαγον πασαν την γην εγω· και ουδεις εκινησε πτερυγα η ηνοιξε στομα η εψιθυρισεν.
15 Ηθελε καυχηθη η αξινη κατα του κοπτοντος δι' αυτης; ηθελε μεγαλαυχησει το πριονιον κατα του κινουντος αυτο; ως εαν ηθελε κινηθη η ραβδος κατα των υψουντων αυτην, ως εαν ηθελεν υψωσει εαυτην η βακτηρια ως μη ουσα ξυλον. 16 Δια τουτο ο Κυριος, ο Κυριος των δυναμεων, θελει αποστειλει εις τους παχεις αυτου ισχνοτητα· και υπο την δοξαν αυτου θελει εξαφθη καυσις, ως καυσις πυρος. 17 Και το φως του Ισραηλ θελει γεινει πυρ και ο Αγιος αυτου φλοξ· και θελει καυσει και καταφαγει τας ακανθας αυτου και τους τριβολους αυτου εν μια ημερα· 18 και θελει αφανισει την δοξαν του δασους αυτου και του καρποφορου αγρου αυτου απο ψυχης εως σαρκος· και θελουσιν εισθαι ως οταν σημαιοφορος λιποψυχη. 19 Το δε υπολοιπον των δενδρων του δασους αυτου θελει εισθαι ευαριθμον, ωστε παιδιον να καταγραψη αυτα.